- κατοπτεία
- κατοπτεία, ἡ (Α)[κατοπτεύω]1. η προσεκτική παρατήρηση2. κάτοψη*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατοπτείαν — κατοπτείᾱν , κατοπτεία spying fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)